- συνάρτημα
- το, Ν [συναρτώ]συνάρτηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαρτώ — εξάρτησα, εξαρτήθηκα, εξαρτημένος, μτβ. 1. κρεμώ κάτι από κάπου, αναρτώ. 2. μτφ., υπάγω κάτι στην εξουσία άλλου ή κάνω κάτι να είναι απαραίτητη συνέπεια άλλου, το συνδέω, το συσχετίζω: Εξαρτώ τη νίκη από το ηθικό μας. 3. το παθ. εξαρτώμαι και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)